- ἰατρεύσοι
- ἰᾱτρεύσοῑ , ἰατρεύωtreat medicallyfut opt act 3rd sgἰ̱ατρεύσοῑ , ἰατρεύωtreat medicallyfutperf opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.